- Λυδίου
- Λύδιοςof Lydiamasc/neut gen sgΛύδιοςof Lydiamasc/fem/neut gen sgΛυδίηςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συντονολυδιστί — Α φρ. «συντονολυδιστὶ ἀρμονία» μουσικός τρόπος ή ήχος κατά ένα τετράχορδο οξύτερος τού λυδίου, αλλ. υπερλύδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύντονος «σύμφωνος» + λύδιος (< Λυδία) + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. μιξο λυδ ιστί)] … Dictionary of Greek
υπερλύδιος — ον, Α μουσ. (για μουσικό τρόπο) αυτός που είναι κατά ένα τετράχορδο οξύτερος τού λυδίου τρόπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + λύδιος] … Dictionary of Greek
υπολύδιος — α, ο / ὑπολύδιος, ον, ΝΑ (στην αρχ. ελλην. μουσ.) η κατά μία πέμπτη χαμηλότερη κλίμακα τού λύδιου τρόπου νεοελλ. (στη μσν. ευρωπ. μουσ.) ο πλάγιος εκκλησιαστικός τρόπος που έχει ως βάση το φα και τού οποίου η έκταση κινείται από την πέμπτη… … Dictionary of Greek